κακοχώνευτος

κακοχώνευτος
η , ο
1) трудноперевариваемый, неудобоваримый (о пище); 2) перен. труднопонимаемый;

κακοχώνευτο βιβλίο — трудная книга;

3) невыносимый, несносный;

§ ψευτιά κακοχώνευτη — беззастенчивая, грубая ложь, заведомая ложь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κακοχώνευτος" в других словарях:

  • κακοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος, δύσπεπτος 2. μτφ. α) (για ανθρώπους) φορτικός, ανυπόφορος, δυσάρεστος, δύστροπος β) (για λόγους ή πράγμ.) μη πιστευτός («κακοχώνευτη ψευτιά») γ. (για γνώση) δύσκολος, δύσκολα… …   Dictionary of Greek

  • κακοχώνευτος — η, ο αυτός που δύσκολα χωνεύεται: Το φαγητό αυτό είναι κακοχώνευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάπεπτος — η, ο (AM ἀδιάπεπτος, ον) αυτός που δεν υφίσταται πέψη, κακοχώνευτος, δύσπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *διαπέπτω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαπεψία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»